ἤθεσι

ἤθεσι
ἤ̱θεσι , ἦθος
an accustomed place
neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • AMBO — Walafrido Straboni ab ambiendo, aliis melius a Graeco ἀναβαίνειν, i. e. ascendere, pulpitum est seu tribunal aedis sacrae, ad quod gradibus ascenditur. Paulus Warnefridus in Episcopis Mett. in Chrodegango: Construxit etiam ambonem aurô argentôque …   Hofmann J. Lexicon universale

  • νομικός — ή, ό, θηλ. και ός, μόνο ως ουσ. (Α νομικός, ή, όν) [νόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νόμο ή σε ζητήματα σχετικά με τους νόμους (α. «νομικός σύμβουλος» β. «ἤθεσι τέθραφθε νομικοῑς σύ τε καὶ ὅδε», Πλάτ.) 2. αυτός που οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • προσυγγίγνομαι — και αττ. τ. προξυγνίγνομαι Α 1. συνομιλώ με κάποιον προηγουμένως («προξυγγενόμενοι τῶν ξυμπρασσόντων Χίων τισί», Θουκ.) 2. λαμβάνω γνώση, ενημερώνομαι προηγουμένως («προσυγγίγνεσθαι τοῑς ἤθεσι καὶ τοῑς βουλεύμασί σου», Δίων Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”